καλσεολάρια

καλσεολάρια
Γένος ποωδών ή θαμνωδών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στη Νότια Αμερική. Έχουν ανοιχτοπράσινα, εναλλασσόμενα ή αντίθετα, ωοειδή, μαλακά και χνουδωτά φύλλα. Είναι καλλωπιστικά φυτά και καλλιεργούνται στη γλάστρα ή στον κήπο για τα άνθη τους, τα οποία αποτελούνται από μια αρκετά μεγάλη ακανόνιστη στεφάνη (με ζυγόμορφη συμμετρία), με κατώτερο λοβό σχήματος φουσκωμένου σάκου και έναν ανώτερο πιο μικρό. Τα άνθη, σε διάταξη επάκριων σκιαδόμορφων κορύμβων, ανοίγουν κατά την άνοιξη και είναι άλλοτε oμοιόχρωμα (κίτρινα στην κ. ακεραιόφυλλη), άλλοτε ποικιλόχρωμα με στίγματα και με χρωματικές διαβαθμίσεις από το χρυσαφί έως το πορτοκαλί και το κόκκινο σε όλες του τις αποχρώσεις έως το καστανό καρμίνιο (κ. το υβρίδιο). Στην Ελλάδα έχει διαδοθεί κατά τα τελευταία χρόνια η καλλιέργεια των ποικιλόχρωμων και ποικιλόμορφων ποικιλιών της κ. Η καλσεολάρια το υβρίδιο, είδος με πολύ περίεργα άνθη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”